εξώσμωση

εξώσμωση
Φαινόμενο κατά το οποίο γίνεται διείσδυση ή διαπίδυση μέσα από ένα πορώδες διάφραγμα, που χωρίζει ένα διάλυμα από τον διαλύτη του ή ένα αραιωμένο διάλυμα από άλλο πυκνότερο κατά μια διεύθυνση αντίθετη από ό,τι στην ώσμωση (ή ενδώσμωση). Η ε. παρατηρείται όταν η μεμβράνη δεν είναι ιδεώδης, ενώ δεν συμβαίνει σε συστήματα που διαθέτουν τελείως ημιδιαπερατές μεμβράνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”